Υψίστη τιμή στους ΗΡΩΕΣ του 1821 | Συνέχεια 9η | Τα πυρπολικά | άρθρο του Μιχαήλ Στρατουδάκη


21-03-2021

Υψίστη τιμή στους ΗΡΩΕΣ του 1821

Συνέχεια 9η

Τα πυρπολικά

Η χρήση του όπλου αυτού στις ναυμαχίες δεν είναι εύρημα του 1821. Υπήρχαν διαφόρων τύπων πυρπολικά κατά  την διάρκειαν των αιώνων μικρής ή μεγάλης αποδοτικότητας. Αναδιφώντας την ιστορίαν είναι δυνατόν να ευρεθούν τύποι  πυρπολικών στην Σίναν την Αρχαίαν  Ελλάδα και το Βυζάντιον. Συμφώνως με τον Θουκυδίδην οι Συρακούσιοι χρησιμοποίησαν  πυρπολικά  μικράς αποδόσεως ως νέον είδος όπλου, για να καύσουν τον Αθηναϊκόν στόλον στο λιμάνι τους. Οι Αθηναίοι απέφυγαν την ολοκληρωτικήν καταστροφήν φεύγοντας αμέσως μακράν του κινδύνου. Τα «λυόμενα πλοία» του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον λιμένος των Εβραίων θεωρούνται είδος πυρπολικών. Περισσότερον οργανωμένα ήσαν στην Βυζαντινήν περίοδον με την χρήση δρομώνων πλοίων  και το γνωστόν υγρόν πυρ! Τα πλοία αυτά σίγουρα θεωρούνται  είδος πυρπολικού.  Στην Γαλλίαν εχρησιμοποιήθηκαν  πυρπολικά και ήταν επιτυχή. Η Αγγλία  εχρησιμοποίησε είδος πυρπολικών αποτελεσματικώς  και συνέτριψε την ισπανικήν «Αήττητην αρμάδα» καθώς και τον Γαλλικόν στόλον στο λιμάνι της Μπουλόν.

Κατά την Επανάσταση του 1821 τα πυρπολικά ανεδείχθησαν ως το υπέρτατον και αμάχητον όπλον των Ελλήνων στους θαλασσίους αγώνες. Οι αποδώσεις τους ήταν θαυμαστές με τους αρίστους πυρπολητές και τους σπουδαίους πηδαλιούχους. Δεν πρέπει να λησμονούνται οι πηδαλιούχοι οι οποίοι ήσαν υπεύθυνοι για την κίνηση μιάς κινουμένης βόμβας η οποία ανά πάσαν στιγμήν ήταν δυνατόν να εκραγεί είτε από κυματισμούς είτε από άλλην αιτίαν λόγω των άκρως ευφλέκτων  και εκρηκτικών υλών που μετέφερε. Αλλά και να βυθιστεί σε κλυδωνισμούς λόγω του ότι επρόκειτο  για επισκευασμένα  «σαπιοκάϊκα»!  Εχομεν την περίπτωση του Κανάρη που στην ναυμαχίαν της Σάμου βυθίστηκε το πυρπολικόν του  και εσώθη ως εκ θαύματος.

Ο Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, για να μη ξεχνάμεν και τους αφανείς Ήρωες, ανεδείχθη σε άριστον πηδαλιούχον και με τους ελιγμούς του επέτυχε ζηλευτά αποτελέσματα. Τον χρησιμοποίησε ο Παπανικολής  στην Ερεσό  και ο Κανάρης στην Χίον με τα γνωστά αποτελέσματα.

Την δύναμη των πυρπολικών διέγνωσαν αμέσως οι Έλληνες ναυμάχοι και στράφηκαν με ζήλον προς αυτά. Και όντως θριάμβευσαν. Το άκουσμά τους προκαλούσε πανικόν στα τουρκικά πληρώματα. ΄Οπου υποπτευόταν ότι υπάρχουν απεμακρύνοντο  αμέσως. Ο πανικός είχε φθάσει και στον ίδιον τον σουλτάνον, ο οποίος είχε δώσει εντολήν για την καταδίωξη τους, αλλά εις μάτην.

Το πυρπολικόν του 1821 οφείλει την πρώτην του κατασκευαστικήν επεξεργασίαν στον Παργινόν Ιωάννην Δημουλίτσαν  γνωστόν με το παρωνύμιον «Πατατούκος»,  λόγω του επενδύτη που φορούσε, ο οποίος από μικρός δούλευε σε Ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του  εκτός Ελλάδος γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών. Στον Ψαριανόν Κωνσταντίνον  Νικόδημον οφείλει την τελειοποίησή του το πυρπολικόν, ενώ έχομεν και τον Ρώσον Ιβάν Αφανάσεν, ναυτικόν, ο οποίος μετά από πολέμους κατέφυγε  στα Ψαρά.

Τι ήταν όμως  τα πυρπολικά;;

Πλοία ειδικώς κατασκευασμένα και εξοπλισμένα με εύφλεκτες και εκρηκτικές ύλες. Προτιμούσαν πλοία παλαιά και όχι καινουργή αφού η χρήση τους ήταν μόνον  για μίαν φοράν. Ακόμη και πλοία  εχθρικά τα οποία  κατεσχέθηκαν σε ναυμαχίες. Η τεχνική τους ήταν η πιο κάτω.

Κατά μήκος του καταστρώματος και  σε κάθε πλευράν άνοιγαν κυκλικές οπές τις οποίες οι ναυτικοί μας απεκάλουν «ρούμπους» και κάτω από  καθεμίαν έβαζαν πωματισμένα βαρέλια γεμάτα εκρηκτικά. Κατά μήκος των πλευρών του καταστρώματος και κάτω από αυτό κατασκευάζονταν αγωγοί γεμάτοι με εύφλεκτα μίγματα, ονομαζόμενοι «μίνες του μπαρουτιού»  (μίνες = αγωγοί) για την μετάδοση της φωτιάς σε όλα τα βαρέλια από συγκεκριμένον σημείον το ονομαζόμενον  στην γλώσσαν τους «μίνα του πυρός» και ευρισκομένου στην πρύμην του σκάφους. Στο κατάστρωμα του πυρπολικού υπήρχαν δοχεία με πίσσα και ριτσίνι, καθώς όπως αναφέρει ο Σαράντος Καργάκος και ξερά κλαδιά και φρύγανα ραντισμένα με θειάφι. Τα  κατάρτια και τα πανιά του  πυρπολικού ήταν εμποτισμένα και αυτά με  νάφθαν,  θειάφι, και ριτσίνι ώστε να μεταδίδουν γρήγορα την φλόγα στα υψηλά μέρη του εχθρικού, μιας και  το πυρπολικόν ήταν  «αόρατη» βαρκούλα μπροστά τους!

Όταν οι ναύτες είχαν εκτελέσει την εργασίαν τους, έκαστος με απόλυτην ακρίβειαν, ταχύτητα και προ πάντων σιωπήν μετέβαιναν στο εφόλκιον, άκατον, λέμβον την  οποίαν πάντα ήλκε το πυρπολικόν. Στην «σωτηρίαν  λέμβον».  Στην γλώσσαν των ναυτικών λέγεται σκαμπαβία από την ιταλικήν λέξη scappavia, ενώ το επίσημον όνομα είναι  επιτελίς.  Η επιτελίς είναι η λέμβος του πολεμικού  ναυτικού δια της οποίας επιβιβάζονται και αποβιβάζονται οι αξιωματικοί του σκάφους. Οι λοιποί διακινούνται με τις  απλές βάρκες, τις  «λάντζες». Το πλήρωμα των πυρπολικών όντως έπρεπε να διακινείται με επιτελίδα! Του άξιζε και αν ήταν δυνατόν και  με ακόμα πιο πολυτελή, χωρίς να κωπηλατεί!

Κοντά στην σκαμπαβία  υπήρχε και  το άνοιγμα του «άβακα» (πηδαλίου) για την αποβίβασή τους και  διαφυγήν. Συνήθως ήσαν 20-25 άνδρες. Όταν το πυρπολικόν είχε προσκολληθεί  στην πλευράν του εχθρικού οι ναύτες αστραπιαίως εξαπέλυαν σκοινιά με  μεταλλικούς γάντζους (κοράκια) στην άκρην και τα προσέδεναν  στερρώς στο πυρπολικόν. Αν μπορούσαν να τα δέσουν σε χαμηλότερον από την  κουπαστήν  σημείον ήταν καλλίτερα γιατί ο εχθρός δεν θα το έκοπτεν ευκόλως. Προφανέστατον ότι ανάλογος  επιχείρηση απαιτεί   θάρρος, αποφασιστικότητα, ταχύτητα, ψυχραιμία,  αλλά  και πλήρη συντονισμόν ενεργειών Πλοιάρχου και Πληρώματος.  Η ταύτιση όλων αυτών  είναι ένα μεγάλον θετικόν στοιχείον επιτυχίας!

Η προσκόλληση γινόταν πάντα σοβράνο, ήτοι από το  προσήνεμον μέρος του  εθχρικού, δηλαδή από εκεί που το φυσούσε ο άνεμος, (σε απόλυτην  ανάγκην σταβέντο, ήτοι από το υπήνεμον), ώστε να ωθεί το πυρπολικόν προς τα πλευρά του στόχου. Και τα είκοσι άτομα προσπαθούσαν σε μηδενικόν χρόνον,  κάπου να στερεώσουν το  σκοινί  που κρατούσαν και έφευγαν αμέσως προς το εφόλκιον.  Ο κυβερνήτης παρέμενε στο πυρπολικόν δίδοντας και οδηγίες την κρίσιμην στιγμήν, έφευγε δε τελευταίος  και έθετε το «πυρ» στον αγωγόν για την μεταφοράν της φωτιάς. Η ανάφλεξη γινόταν με ειδικήν δάδαν η οποία επυροδοτείτο εκ  διατηρουμένης φωτιάς εντός του εφολκίου.

Επιδρομές γινόταν σε αγκυροβολημένα  πλοία εντός λιμένος και πάντα με ασέληνην νύκτα. Έχομεν και πυρπολήσεις εν ημέρα και εν κινήσει όπως π.χ. στην ναυμαχίαν του Γέροντα. Τα πυρπολικά δεν ταξίδευαν μόνα αλλά πάντα συνώδευαν  πολεμικά πλοία. Σε περίπτωση τυχόν ναυαγίου του πυρπολικού το πλήρωμα περελαμβάνετο από κάποιον πολεμικόν πλοίον. Το αυτό και με τις πυρπολήσεις εχθρικών. Παραπλέον πολεμικόν παρελάμβανε το πλήρωμα του πυρπολικού που ήταν στην σκαμπαβία.

Η πρώτη επιτυχής χρήση πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσόν από τον πρώτον πυρπολιτήν σπουδαίον ναυτικόν και αγωνιστήν Δημήτριον Παπανικολήν. Οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογον πλοίον «γραμμής». Ξένοι   που παρακολουθούσαν με αγωνίαν τους αγώνες των Ελλήνων είπαν. «Τελικώς οι Έλληνες βρήκαν το όπλον της Επαναστάσεως!»

Πράγματι η στοιχειώδης κυβέρνηση αντιληφθείσα  την προσφοράν των πυρπολικών αγόραζε παλαιά σκάφη από 25.000 έως 40.000 γρόσια το καθένα και τα μετέτρεπε σε πυρπολικά. Η δαπάνη για μετατροπήν ήταν μεγάλη αλλά και ο εξοπλισμός επίσης υψηλός.

Επιτυχίες των πυρπολικών έχομεν χαρακτηριστικώς.

Ανατίναξη δικρότου στην Ερεσόν από τον Δημήτριον Παπανικολήν

Στην ανατίναξη  της ναυαρχίδας των τούρκων στην Χίον 6ην Ιουνίου 1821 από τον Κωνσταντίνον Κανάρην με 2.000 νεκρούς.

Στην ναυμαχίαν του Γέροντα  29 Αυγούστου 1824 όπου θριάμβευσε ο Ανδρέας Μιαούλης και κατετρόπωσε τον τουρκοαιγυπτικόν στόλον. και άλλες μικρότερες.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1824 ανατίναξη κορβέτας από τον Νικόδημον.

Οι οθωμανοί δεν χρησιμοποίησαν πυρπολικά γιατί δεν ήταν επιδέξιοι. Ήταν άτολμοι σ’ ένα τόσον  επικίνδυνον διάβημα. Οι ναυτικές τους επιτυχίες οφείλονται σε ξένα πληρώματα, Αιγυπτιακά, Αλγερινά, Τυνησιακά, κάπου Ελληνικά πριν την Επανάσταση. Η μη χρήση πυρπολικών από τους οθωμανούς ήταν μέγιστον πλεονέκτημα για την έκβαση των αγώνων κατά θάλασσαν. Γενικώς στον ναυτικόν αγώνα υστερούσαν, αλλά εύρισκαν συμμαχίες που ανεπλήρωναν την υστέρηση. Η τουρκοαιγυπτιακή συνεργασία τους έσωσε από πολλές πανωλεθρίες και απέβη καταστροφική για την Ελλάδα, αλλά τελικώς το ζητούμενον επετεύχθη.


Μιχαήλ Στρατουδάκης