ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΣΥΡΟΥ: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΄21


αναρτ. 13-07-2021

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΣΥΡΟΥ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΄21

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΄21

Το 1821 οι Καθολικοί των νησιών του ελληνικού Αρχιπελάγους αριθμούσαν περίπου τους 16.000. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούσαν στη Σύρο, στην Τήνο, στη Σαντορίνη και στη Νάξο. Άλλοι ζούσαν στα νησιά του Ιονίου, ιδιαιτέρως στην Κέρκυρα και την Κεφαλονιά. Ήταν απόγονοι των Σταυροφόρων, των Ενετών και των Φράγκων, αλλά πολλοί εξ’ αυτών υπήρξαν αυτόχθονες [Έλληνες] που είχαν μεταστραφεί στον καθολικισμό. Ας μην ξεχνάμε πως το νησί της Τήνου έπεσε στα χέρια των Τούρκων μόνο στα 1714.

Σε αντίθεση με τους Ορθοδόξους που είχαν αναγνωριστεί από του Τούρκους ως μιλλέτ (millet))(αυτόνομη, αυτοδιοικούμενη θρησκευτική κοινότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), οι Καθολικοί βρίσκονταν στο έλεος των διαφόρων Τούρκων αρχόντων, εάν δεν απολάμβαναν ειδικής προστασίας από τον Βασιλέα της Γαλλίας. Γι’ αυτό το λόγο, αν και θεωρούσαν τον εαυτόν τους πραγματικοί Έλληνες, όσο αφορά το θρήσκευμα, ένιωθαν πιο κοντά στη Γαλλία και στην Ιταλία παρά στο ορθόδοξο μιλλέτ, (Βλ. G. Hofmann, Das Papsttum und der Griechisches Freiheitskampf, OCA 136,Ρώμη 1952).

Οι σχέσεις μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων, έως τα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν σχετικά καλές. Με την έναρξη του επόμενου αιώνα, όμως, οι σχέσεις άρχισαν να γίνονται πιο τεταμένες, ως και το σημείο να φτάσουν σε επίπεδο εχθρότητας. Η μία πλευρά κατηγορούσε την άλλη ότι καταδίωκε τους πιστούς της. Ο γάμος μεταξύ των μελών των δύο κοινοτήτων ήταν σχεδόν αδύνατος. Ο κλήρος ήταν αυτός πουμαχόταν περισσότερο εναντίον του άλλου, αλλά ακόμη και οι απλοί πιστοί είχαν αποστασιοποιηθεί τόσο πολύ οι μεν από τους δε, ώστε δεν ήθελαν να συμμετάσχουν οι μεν στους εορτασμούς της άλλης κοινότητας.

Έτσι εξελίσσονταν η κατάσταση αυτή όταν ξέσπασε η Επανάσταση, που υποστηρίχθηκε με τόσο ενθουσιασμό από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Καθολικοί ήταν πιο προσκολλημένοι στην πίστη τους, παρά στον ελληνικό πολιτισμό και στην ελληνική τους γλώσσα. Αυτοί που ένιωθαν απορριπτέοι από την Ορθόδοξη κοινότητα, φοβόντουσαν ότι, μόλις δημιουργηθεί το νέο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος, ως μειονότητα, θα υφίσταντο διακρίσεις. Αυτός ήταν και ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους, τουλάχιστον αρχικά, δεν θέλησαν να συμμετάσχουν στην επανάσταση.

Στην Τήνο, κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, οι Καθολικοί συνέχισαν να πληρώνουν τους φόρους τους στον Σουλτάνο, παρά την έντονη αντίθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. «Στη Νάξο, ένας ιδιαίτερα θερμός Ορθόδοξος επίσκοπος τέθηκε επικεφαλής μιας λιτανείας στην πόλη, στην αρχή της οποίας πήγαινε ένας κληρικός με την επαναστατική σημαία μπροστά, πλαισιωμένος από δύο άλλους με γυμνά ξίφη. Στην εκκλησία, με δυνατές λέξεις απευθύνθηκε στους  πιστούς για την ιερή υπόθεση, και αφού οι Λατίνοι δεν συμμετείχαν, ο επίσκοπος παρακίνησε την εξόντωσή τους μαζί με τους Τούρκους. Οι Καθολικοί αναγκάστηκαν να οχυρωθούν στα σπίτια και στα μοναστήρια τους, όπου κατέφυγαν και μερικοί Τούρκοι». (Βλ. CH. FRAZZE, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821-1852, Αθήνα 1987, 64).

Στη Σύρο, ο πληθυσμός παρέμεινε σχεδόν καθολικός στο σύνολό του, μέχρι το 1822, όταν περισσότεροι από 15.000 Έλληνες κατέφυγαν εκεί για να ξεφύγουν από τις σφαγές των Τούρκων στα νησιά του Αιγαίου. Οι Καθολικοί τους καλωσόρισαν, τους πρόσφεραν τα απαραίτητα και τους βοήθησαν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Έκτοτε, άρχισαν να πληρώνουν τους φόρους στην ελληνική κυβέρνηση κι έτσι συνέβαλαν στη συνέχιση της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να υποφέρουν από τις λεηλασίες των 2.000 περίπου Αρβανιτών που είχαν,επίσης, καταφύγει στο νησί τους.

Ωστόσο στη Σύρο και στα άλλα «καθολικά» νησιά  συνέχισε να υψώνεται στους ναούς η γαλλική σημαία.«Το αποτέλεσμα αυτής της στάσης των Καθολικών ήταν η πικρία, η οποία αυξανόταν διαρκώς μεταξύ των Καθολικών και των Ορθοδόξων. Οι κατηγορίες ακολουθούσαν η μία την άλλη, «υπήρχαν συνωμοσίες, δολοφονίες και φόνοι και όλα αυτά επικυρωμένα από μία κατάσταση στην οποία η κάθε πλευρά αισθανόταν πως έχει το Θεό και το δίκαιο αποκλειστικά με το μέρος του» (Frazee, Η Ορθόδοξη Εκκλησία,  73).

Στις 18 Μαΐου 1821, η προσωρινή κυβέρνηση απηύθυνε στους Καθολικούς την ακόλουθη επιστολή: «Ο Χριστός όρισε την αγάπη προς τον πλησίον. Αλλά ποιος είναι πιο κοντά σ’ εσάς, τους συμπολίτες μας, παρότι υπάρχουν κάποιες διαφορές στις τελετουργίες; Έχουμε μαζί τη μόνη πατρίδα, ανήκουμε σε έναν και μοναδικό λαό. Εμείς, οι Χριστιανοί της Ανατολικής Εκκλησίας και της Δυτικής Εκκλησίας, είμαστε αδελφοί χάρη στον Τίμιο Σταυρό, κάτω από το λάβαρο του οποίου διεξάγουμε τον ιερό πόλεμο για την απελευθέρωση της Ελλάδας από την εξουσία των βαρβάρων. Γι’ αυτό, εξεγερθείτε μαζί με τους αδελφούς σας της ανατολικής παράδοσης! Ο ίδιος ήλιος λάμπει στον ορίζοντά μας και μας φωτίζει με τις ακτίνες του. Εμείς είμαστε παιδιά του ίδιου χώματος, η ίδια σκληρή δοκιμασία βάρυνε για αιώνες επάνω σας όπως και επάνω μας. Τα ονόματά σας πρέπει να λάμπουν παράλληλα με τα δικά μας στην ιστορία αυτού του αλησμόνητουαγώνα» (Hofmann, Das Papsttum und der Griechisches Freiheitskampf, 174).

Και αργότερα ακόμη, καθώς το Ελληνικό Κράτος οργανωνόταν, έγινε μια προσπάθεια να καταλάβουν οι Καθολικοί ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από τη νέα κατάσταση που είχε προκύψει με την Επανάσταση και ότι και αυτοί έπρεπε να συμβάλουν στον αγώνα. Το καλοκαίρι του 1823, ο Έλληνας υπουργός Εσωτερικών Ο Παπαφλέσσας,  έγραψε στους Καθολικούς: «Μόνο βάρβαρα έθνη συνδέουν τη θρησκεία με την εθνικότητα, έτσι ώστε μικρές θρησκευτικές διαφωνίες να τα κρατούν διηρημένα. Το Ελληνικό Σύνταγμα λέει ότι όλοι οι Χριστιανοί [που ζουν στην ελληνική επικράτεια] είναι Έλληνες. Ως εκ τούτου, ω Χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας που κατοικείτε στην Ελλάδα, είστε αδιαίρετοι από το έθνος μας». Στη συνέχεια, η επιστολή καλεί τους Καθολικούς να πληρώσουν τους φόρους, και καταλήγει:«Δεν μπορεί πλέον ο καθένας που ομιλεί Ελληνικά και ζει στο ελληνικό χώμα να νομίζει ότι είναι μέλος του Γαλλικού ή του Αυστριακού Έθνους, επειδή συμβαίνεινα είναι Δυτικός Χριστιανός, γιατί νέα κατάσταση έχει έρθει». (Frazee, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, 86. Βλ. επίσης «Ο Παπαφλέσσας προωθούσε την ενότητα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας», του Ιωάννου Π. Μπούγα – Θεολόγου (ΑΡΧΩΝ – Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ενημέρωση, 20/05/2021 | Arxon.gr)

Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες Καθολικοί, αργότερα, συνέβαλαν συνειδητά στην οικοδόμηση του νέου Ελληνικού Κράτους, η αρχική τους άρνηση να συμβάλουν στην επανάσταση, δεν συγχωρέθηκε από τους Έλληνες ιστορικούς του χθες και του σήμερα. Σχετικά με αυτό,δεν είναι δίχως σημασία η παρατήρηση ενός καθολικού ιστορικού των μέσων του 20ου αιώνα: «Πράγματι, όπως και για τους Έλληνες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριο Ε’, Ευγένιο Β’, Άνθιμο Γ’, οι οποίοι είχαν δημοσιεύσει ποιμαντορικές επιστολές εναντίον των εξεγερμένων Ελλήνων, βρέθηκε μια θεμιτή δικαιολογία από τους Έλληνες ιστορικούς, έτσι η ισότητα και μάλιστα η δικαιοσύνη απαιτούν να μην καταδικάζονται οι Έλληνες Καθολικοί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι σοβαροί λόγοι που τους οδήγησαν στην πρωταρχική τους  άρνηση να συμμετάσχουν στην Επανάσταση » (G. Hofmann, Οι Καθολικοί έναντι της Ελληνικής Εξεγέρσεως, 174.  Βλ. Μ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (Επιμέλεια), Η μαύρη Βίβλος του 1821. Ο Γρηγόριος Ε’ και άλλοι πατριάρχες μέσα από τις αντεπαναστατικές τους εγκυκλίους. Πρόλογος Θ. Βερέμη,  Αθήνα 2021).

Εξ’ άλλου  όσον αφορά στους Καθολικούς των νησιών, εκτός από τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, πρέπει να προσθέσουμε το γεγονός πως αυτοί δεν είχαν ελευθερία επιλογής. Πράγματι, οι Έλληνες Καθολικοί δεν μπορούσαν να επιτελέσουνοποιαδήποτε ενέργεια που θα έρχονταν σε αντίθεση με τις προστάτιδες δυνάμεις, τη Γαλλία και την Αυστρία, οι οποίεςέβλεπαν κάθε εξέγερση ως απειλή κατά του statusquo που εγγυούνταν την πολιτική τους ηρεμία και ασφάλεια. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες Καθολικοί, παρότι δεν συμμετείχαν άμεσα στηνεπανάσταση, δεν έκαναν τίποτα για να την αποτρέψουν: η δική τους στάση υπήρξε μια συνετή ουδετερότητα, ώστε να μην εγκαταλειφθούν από τους προστάτες τους, κι έτσι, ως ισχνή μειοψηφία όπως ήταν, να μην σφαγιαστούν από τους Τούρκους.

Από την άλλη πλευρά, οι φόβοι των Ελλήνων Καθολικών, ότι θα είχαν δυσκολίες στη νέα πολιτική κατάσταση, δεν ήταν αβάσιμοι.  Έτσι λ.χ. στο νησί της Χίου, «πενήντα τέσσερειςρωμαιοκαθολικές οικογένειες ζήτησαν μέσω του κλήρου της Σμύρνης τη συμπαράσταση των Γάλλων, επειδή είχαν λεηλατηθεί τα σπίτια τους και είχαν κλαπεί όλα τους τα υπάρχοντα». (Frazee, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, 111).

Η κατάστασή τους δεν άλλαξε ιδιαίτερα, ούτε όταν ως πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας έφτασε στη χώρα ο Όθων της Βαυαρίας, ο οποίος αν και πιστός Καθολικός, εξέφρασε την πολιτική των συμβούλων τουνα μην εκδηλώνει δημόσια την καθολική του πίστη και να μην ευνοήσει τους Καθολικούς υπηκόους του. Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα διακρίσεων, εναντίον των Καθολικών, κατά την περίοδο εκείνη.

Το νομικό πρόβλημα των Ελλήνων Καθολικών θα επιλυθεί με το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, το οποίο υπεγράφη από τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία), στο οποίο αναγνωρίζονταν στους Καθολικούς των νησιών και της ηπειρωτικής χώρας το δικαίωμα να ασκούν ελεύθερα και δημόσια τη λατρεία τους, να γίνονται σεβαστά τα υπάρχοντα της Εκκλησίας τους, καθώς και τα δικαιώματα και τα προνόμια της Ιεραρχίας τους. Εν ολίγοις, η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα θα συνέχιζε να απολαμβάνει όλες εκείνες τις ελευθερίες και τα προνόμια που απολάμβανε κατά την τουρκική κυριαρχία υπό την προστασία -τότε- της Γαλλίας.

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου επικυρώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1832 από την Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων που πραγματοποιήθηκε στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε του νέου Ελληνικού Κράτους.

Ωστόσο, δεν επιλύθηκαν όλα τα προβλήματα. Μόνο πρόσφατα (2014), η Ελληνική Κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την Καθολική Εκκλησία ως νομικό πρόσωποιδιωτικού δικαίου (Βλ. ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΦΕΚ 223Α/ 7.10.2014).

Άλλα προβλήματα είναι σε φάση επιλύσεως μέσω του διαλόγου της Ελληνικής Καθολικής Ιεραρχίας και της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η Ελλάδα, καθόσον μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αναγκάζεται σταδιακά να αναγνωρίσει, όχι μόνο στο νόμο αλλά και στην πράξη, όλες τις ελευθερίες των θρησκευτικών μειονοτήτων της επικράτειάς της.


Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος


πηγή άρθρου: Καθολική Επισκοπή Σύρου
www.episkopisyrou.gr