ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΟΙΔΙΜΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΛΥΦΑΔΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΒΑΡΗΣ ΚΥΡΟ ΠΑΥΛΟ


ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΑΟΙΔΙΜΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΛΥΦΑΔΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΒΑΡΗΣ ΚΥΡΟ ΠΑΥΛΟ
Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀλεξίου Ψωΐνου, Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμε, Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερείς, Πενθηφόρε τῶν πρεσβυτέρων, διακόνων καί μοναχῶν σύλλογε, Ἐντιμότατοι ἄρχοντες, Ἀπορφανισθέν πλήρωμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, Μέσα στή βαθειά γαλήνη τῆς νυκτερινῆς προσευχῆς, ὥρα ἀκολουθίας Μεσονυκτικοῦ, κάλεσε ὁ πολυέλεος Θεός κοντά του τόν Ποιμενάρχη μας. (…) Φιλακόλουθος, φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάνθρωπος. Καί Πατέρας: ὁ πατήρ Παῦλος. Ἡ προσφώνηση πού προτιμοῦσε καί ἡ
ὑπογραφή πού, συχνά-πυκνά, ἔθετε κάτω ἀπό τόν τίτλο Μητροπολίτης…
Καί ἤδη πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, τό ἄγγελμα τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας τοῦ Ἐπισκόπου μας εἶχε ἤδη διαδοθεῖ σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Μέρα καί ὥρα ἀναχώρησης ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἐπιβεβαιωτικά ἴσως, τοῦ πάντοτε «μοναχικόν βίον διάγοντα» Μητροπολίτη μας, ἀφοῦ ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του, ἕως καί τίς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς του, φιλοξενήθηκε συγκαταβατικά ἀλλά ἀγόγγυστα, στό μικρό καί ἀπέριττο κελί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος – Ἁγίου Νεκταρίου Γλυφάδας, τῆς μοναδικῆς Μονῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας.
Τήν μοναχική του ἰδιότητα τιμοῦσε ἀνελλιπῶς. Φιλακόλουθος, φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάνθρωπος. Καί Πατέρας: ὁ πατήρ Παῦλος. Ἡ προσφώνηση πού προτιμοῦσε καί ἡ ὑπογραφή πού, συχνά-πυκνά, ἔθετε κάτω ἀπό τόν τίτλο Μητροπολίτης. Κι ἄς εἶχε τήν διοικητική εὐθύνη καί ποιμαντική μέριμνα δεκάδων χιλιάδων ψυχῶν στά νοτιοανατολικά προάστια τῆς Ἀττικῆς, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, ἔπειτα ἀπό τή διχοτόμηση τῆς πολυάνθρωπης καί πολυδαίδαλης ἀστικῆς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.
Ἦταν Δεκέμβριος τοῦ 2002, ὅταν ὁ ὁμιλῶν, ἐφημέριος ἤδη ἀπό δεκαπενταετίας στίς Ἐνορίες τῆς περιοχῆς, ὑποδέχθηκε τόν νέο Ποιμενάρχη ἐδῶ, σέ τοῦτον τόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τῆς Γλυφάδας, καί ἀργότερα στά προσωρινά Γραφεῖα μιᾶς Μητροπόλεως, ἡ ὁποία, ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ νέος της Ἐπίσκοπος, ἐκτεινόταν ὁλόκληρη σ᾿ ἕνα Φύλλο Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως πού χωροῦσε στήν τσέπη μας.
Ἀπό τήν πρώτη κιόλας  μέρα, εἴδαμε τόν Σεβασμιώτατο νά ὀργώνει τήν νεοσύστατη Μητρόπολη Γλυφάδας, ἀναπτύσσοντας ἀπό φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός, ἐντονότατη καί πολυποίκιλη ποιμαντική δραστηριότητα, τήν ὁποία ἀκόμη καί οἱ νεαροί διάκονοι πού τόν ἀκολουθοῦσαν, ἀδυνατοῦσαν νά φέρουν εἰς πέρας.
Στό Μητροπολιτικό Γραφεῖο καί στό Μοναστηριακό κελί του, ἡ τήρηση τοῦ ὡραρίου ἦταν ἀνύπαρκτη. Κατά κοινή ὁμολογία, δέν εἶχε καλή σχέση μέ τό χρόνο. Ὅπου κι ἄν βρισκόταν, ὁ χρόνος δέν ἐπαρκοῦσε. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἀναμονή στίς προγραμματισμένες συναντήσεις, πολύ συχνά, ἦταν ἐκτός
χρονοδιαγράμματος. Στό Γραφεῖο ἐρχόταν συνήθως πολύ ἀργότερα ἀπό τό ἀναμενόμενο, ἀφοῦ εἶχαν προηγηθεῖ ποιμαντικές ἐπισκέψεις σέ νοσοκομεῖα, φυλακές, κοιμητήρια, στρατόπεδα, σέ σπίτια ἀνθρώπων πονεμένων, ἀσθενῶν καί ἐνδεῶν. Καί ὅταν δεχόταν τούς πολυάριθμους Χριστιανούς, τούς ἄκουγε μέ προσοχή, μέ εὐαισθησία, μέ κατανόηση, ἐνισχύοντάς τους μέ ὅποιες ἐνέργειες ὑπαγόρευε ἡ κάθε περίπτωση, ἀλλά καί πάμπολλες φορές χρηματικά, ἀπό τό ὑστέρημα τῶν περιορισμένων οἰκονομικῶν δυνατοτήτων τοῦ Γενικοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου. Γιατί ἐνῶ ἦταν Ἐπίσκοπος σέ μιά περιοχή ἀξιοζήλευτη, μέ πολλούς εὔρωστους οἰκονομικά κατοίκους, ἐντούτοις, παρά τίς δεκάδες θύρες πού ἔκρουε τείνοντας χεῖρα βοηθείας, μόνον ἕνας στάθηκε στό πλευρό του καί εὐεργέτησε ποικιλοτρόπως τήν Ἱερά Μητρόπολη.
Ὁ Ποιμενάρχης μας ἔδινε μεγάλη ἔμφαση στήν ποιμαντική προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε αὐτή νά γίνεται μέ ἐνδιαφέρον, εὐαισθησία καί ὑπευθυνότητα. Αὐτό ἐπιχειροῦσε νά μεταλαμπαδεύσει κυρίως καί σέ ἐμᾶς, τούς κληρικούς του.
Ὁ ἴδιος εἶχε σπουδάσει μέ ἔνταση, καί σέ βάθος, τήν πονεμένη ψυχή. Ἀφρική καί ἱεραποστολές, φυλακές καί κρατούμενοι, νοσοκομεῖα καί ἀσθενεῖς τόν εἶχαν διδάξει νά συμπεριφέρεται μέ εὐγένεια καί διάκριση, μέ ἀγάπη καί ἀνιδιοτέλεια, πρός τόν κάθε ἄνθρωπο πού ἦταν μόνος, ξένος, ἀδύναμος, πληγωμένος, ἀβοήθητος. Κι ὅποιον συναναστρεφόταν, τοῦ συμπεριφερόταν μέ καταδεκτικότητα, ἁπλότητα, ἀγάπη καί καλοσύνη μικροῦ παιδιοῦ.
Αὐτό ἐξηγεῖ γιατί στίς μεγάλες Ἑορτές γευμάτιζε πάντα μαζί μέ οἰκογένειες, ὅπου ἡ θλίψη ἑνός πρόσφατου θανάτου εἶχε σβήσει τά χαμόγελα, ὁ πόνος εἶχε λυγίσει τίς καρδιές, ὁ διάβολος εἶχε κλονίσει τήν πίστη. Ἀλλά ἐκεῖ, ὅλοι μαζί, ἔψαλαν τό Χριστός Ἀνέστη, καί ἡ ἐλπίδα ζωῆς ἔμενε ἄσβεστη.
Ἀκριβῶς αὐτή ἡ νίκη τοῦ Θεανθρώπου πάνω στόν δόλιο καί φθονερό κοσμοκράτορα τοῦ κόσμου τούτου τόν ἐνδυνάμωνε, ὥστε νά θεωρεῖ ὡς ἱερή ὑποχρέωσή του τήν ὑπεράσπιση τοῦ ἀδύνατου, τοῦ πονεμένου, τοῦ ἀδικημένου.
Ὕψωσε φωνή διαμαρτυρίας, φωνή ἀληθείας, φωνή δικαίου, γιά θέματα ἐκκλησιαστικά, ἐθνικά, κοινωνικά, ἀπευθύνοντας διαβήματα καί ἐπιστολές πρός ἡγέτες ἐκκλησιαστικούς καί πολιτειακούς, πρός ἐκπροσώπους θεσμῶν καί κοινωνικῶν ὁμάδων, πρός ἐπωνύμους καί ἰσχυρούς.
Ὁ Ἐπίσκοπος, τόν ὁποῖο μᾶς χάρισε ἡ Θεία Πρόνοια ὡς πρῶτον Μητροπολίτη αὐτῆς τῆς Θεοσώστου Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπαρχίας, ὑπῆρξε ἀναντίρρητα καί ἀδιαμφισβήτητα ἀεικίνητος, δραστήριος, ἀκάματος καί εὐδιάθετος. Κοπίασε, δαπανήθηκε, ἀναλώθηκε ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς λογικῆς ποίμνης τήν ὁποία τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς δίδαξε μέ τό παράδειγμά του, καί ὄχι τόσο μέ τά λόγια. Ἐκεῖνος ἐμπρός πήγαινε, χαράσσοντας τήν πορεία, καί καλοῦσε τούς ἄλλους σιωπηλά νά τόν ἀκολουθήσουν.
Καί ὅλα αὐτά μέ τήν ὑγεία βεβαρημένη ἀπό χειρουργικές ἐπεμβάσεις, ἀπό ἀλλεπάλληλες εἰσαγωγές σέ νοσοκομεῖα, ἀπό τήν ποικίλη φαρμακευτική ἀγωγή, ἀκολουθώντας παράλληλα το γραμμα τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς στήν ὁποία ἐγκαταβίωνε.
Τά ὅσα μόλις ἐκτέθηκαν ἐν πληθούσει Ἐκκλησία, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, ἀποτελοῦν μικρό μόνο δεῖγμα τοῦ ἤθους φιλανθρωπίας καί ἁπλότητος, πού κοσμοῦσαν τόν κεκοιμημένο Ποιμενάρχη μας Κυρό Παῦλο, καί τά καταθέσαμε ἐνώπιόν Σας ἐπιγραμματικῶς καί μέ συνοχή, ἐκφράζοντες τήν εὐγνωμοσύνη μας, πρός τό ἐν οὐρανοῖς πλέον εὑρισκόμενο πρόσωπό του.

Δεηθείτε, Μακαριώτατε Ἅγιε Τοποτηρητά, παρακαλοῦμε βαθυσεβάστως καί υϊικῶς, μαζί μέ τήν σεπτή χορεία τῶν συμπροσευχομένων τιμίων Ἀρχιερέων, ὁ Κύριος νά ἀναπαύει τήν ψυχήν Αὐτοῦ, ἐν χώρα ζώντων, μετά δικαίων καί ἁγίων.
Ἐπιτρέψατε δέ εἰς ἡμᾶς, ἕναν ὕστερο λόγο συγγνώμης, πρός τόν προκείμενο ἐπίσημο καί τετιμημένο νεκρό.

Πολυσέβαστε Ποιμενάρχα μας, πατέρα Παῦλε, Δοξάζοντες τόν πανάγαθο Θεό, γιατί Σᾶς εἶχε θέσει ἐπικεφαλῆς τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, Σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ βαθέων καί εἴμεθα εὐγνώμονες γιά τά ὅσα μᾶς ἐδιδάξατε.
Σήμερα ὅμως τελοῦμε ἐν ἀταξία τῶν ὅσων μᾶς εἴχατε ὑποδείξει γιά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία σας. Ἐπιθυμούσατε διακαῶς νά ταφεῖτε ὡς μοναχός, καί ὄχι ὡς Ἐπίσκοπος. Τό αὐτό ἐπιθυμοῦσαν καί οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς σας.
Συγχωρέστε μας τήν εὐλογημένη ἀνυπακοή, ἀλλά ἡ τάξις τῆς Ἁγίας
Ἐκκλησίας ὑπαγορεύει τήν ἀπόδοση καθορισμένων τιμῶν στό μέγιστο
ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Αὐτῆς τῆς Ἀρχιερωσύνης, τήν ὁποία ἐνδυθήκατε
ἐπί τῆς γῆς, καί τώρα Σας ἀξιώνει συλλειτουργό στό ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ἐκεί, στήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ὅπου, ὅπως ἀκράδαντα
πιστεύουμε, θά πρεσβεύετε στόν ἐλεήμονα Θεό, γιά τόν κλῆρο καί τόν
φιλόχριστο λαό αὐτῆς τῆς εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς Περιφερείας, πού ὡς πρῶτος Μητροπολίτης, ἐπαξίως καί θεαρέστως ἐπί δεκαέξι ἔτη διαποιμάνατε.

Ἀνέστη Χριστός, Σεβασμιώτατε, καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.

Ἐμεῖς τά πνευματικά σας παιδιά, ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Μητροπόλεως, ἐνθυμούμενοι τόν προσφιλῆ σας χαιρετισμό «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε», Σᾶς ἀπευθύνουμε ὡς ἔσχατο λόγο, ἐπιβεβαιωτικόν ἄλλης ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς καί αἰώνιας, τόν δοξολογικό καί νικητήριο παιᾶνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο καί Ἐσεῖς ψάλλατε «στεντορίᾳ τῇ φωνῇ», κατά τό πέρας ἑκάστης ἐξοδίου Ἀκολουθίας:

«Χριστός Ἀνέστη», Σεβασμιώτατε!
Καλόν Παράδεισο νά ἔχετε!
Ἡ εὐχή σας, ἄς μᾶς συνοδεύει!